- σαδομαζοχιστής
- ο, θηλ. σαδομαζοχίστρια, Ναυτός που πάσχει από σαδομαζοχισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadomasochiste < sadomasoch-isme (βλ. σαδομαζοχισμός) + -iste].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαδομαζοχιστικός — ή, ό, Ν [σαδομαζοχιστής] ο σχετικός με τον σαδομαζοχισμό ή αυτός που χαρακτηρίζει τον σαδομαζοχιστή. επίρρ... σαδομαζοχιστικώς και σαδομαζοχιστικά Ν με σαδομαζοχιστικό τρόπο … Dictionary of Greek